- ακτινοβόλημα
- το лучезарность, сияние
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ακτινοβόλημα — και αχτινοβόλημα, το [ακτινοβολώ] η ακτινοβολία … Dictionary of Greek
ακτινοβολία — (αγγλ. radiation). Γενικός όρος με τον οποίο στη φυσική υποδηλώνονται τα φαινόμενα εκπομπής, διάδοσης και απορρόφησης ενέργειας από μέρους σωμάτων, με τη μορφή είτε κυμάτων (α. ηχητική, α. ηλεκτρομαγνητική) είτε σωματιδίων. Οι α. μπορούν να… … Dictionary of Greek
ακτινοβολώ — ( έω) (Α ἀκτινοβολῶ) εκπέμπω ακτίνες, λάμπω, φωτίζω νεοελλ. λάμπω από ευτυχία και χαρά αρχ. δέχομαι τις ακτίνες τού ήλιου, φωτίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκτινοβόλος. ΠΑΡ. νεοελλ. ακτινοβόλημα, ακτινοβόληση] … Dictionary of Greek
ακτινοβολία — ακτινοβολία, η και αχτινοβολία, η και ακτινοβόλημα, το και αχτινοβόλημα, το 1. η εκπομπή ακτινών: Η ακτινοβολία μερικών αστεριών είναι αρκετά έντονη. 2. λάμψη: Μια ακτινοβολία χαράς φώτισε το πρόσωπό του. 3. (φυσ.), εκπομπή σωματίων ή… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λαμποκόπημα — το, ατος ακτινοβόλημα, έντονη λάμψη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)